- συνεσταλμένως
- ΝΜΑ, και συνεσταλμένα Νεπίρρ. με συστολή, με σεμνότητα και ευπρέπεια (α. «μιλάει πάντα συνεσταλμένα» β. «συνεσταλμένως ζῆν», Πλούτ.)μσν.-αρχ.με συντομία, περιληπτικά («συνεσταλμένως μὲν.... ἐμφαντικώτερον δέ», Ιωάνν. Χρυσ.)αρχ.γραμμ. με συστολή τής συλλαβής, με βραχύ φωνήεν.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεσταλμένος τού συστέλλω].
Dictionary of Greek. 2013.